κλιφτονίτης

κλιφτονίτης
ο
(ορυκτ.) γραφίτης μετεωριτικής προέλευσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cliftonite, από το όν. τού Άγγλου φυσικού Robert B. Clifton + κατάλ. -ite (πρβλ. -ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”